- ἀφηγητήρ
- ἀφηγ-ητήρ, ῆρος, ὁ,A guide,
κελεύθου AP14.114
(-ήτορα cod.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κελεύθου AP14.114
(-ήτορα cod.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αφηγητής — ο (θηλ. ἀφηγήτρια, η) (Α ἀφηγητήρ και ἀφηγήμων) [αφηγούμαι] νεοελλ. αυτός που αφηγείται κάτι αρχ. ο οδηγός … Dictionary of Greek